- σπουδάστρια
- η, Νβλ. σπουδαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαστής — ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν νεοελλ. 1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας 2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική… … Dictionary of Greek
εκταίος — α, ο 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει την έκτη ή κάθε έκτη ημέρα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., εκταίος, ο, εκταία, η σπουδαστής ή σπουδάστρια έκτης τάξης σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαστής — ο θηλ. σπουδάστρια αυτός που φοιτά σε ανώτερη σχολή: Οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας έκαναν αποχή από τα μαθήματά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)